ΠΡΟΣΤΑΤΙΤΙΔΕΣ
Ο όρος προστατίτιδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια φλεγμονή του προστάτη. Ωστόσο λόγω της μεγάλης ποικιλίας στην ένταση, τη συχνότητα αλλά κυρίως το είδος των κλινικών εκδηλώσεων (και των αιτιών) έχει διαχωριστεί σε τέσσερεις κατηγορίες.
1) Οξεία προστατίτιδα, όπου κατά τη συντριπτική πλειοψηφία ο προστάτης προσβάλεται από μικρόβια που εισέρχονται μέσω της σεξουαλικής επαφής (αλλά και μέσω του αίματος) με συνηθέστερα το E.Coli, τον Enterococcus, την Klebsiella και τον Proteus. Τα συμπτώματα είναι θορυβώδη με πυρετό, ρίγος, κακουχία, συχνοουρία, καύσος και άλγος ενώ κάποιες φορές παρουσιάζονται ακράτεια ή/και αιματουρία.
2) Χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, στην οποία ευθύνονται τα μικρόβια που αναφέρθηκαν στην οξεία προστατίτιδα ενώ σπανιότερα το αίτιο μπορεί να είναι χλαμύδια ή μυκόπλασμα-ουρεόπλασμα. Μπορεί να αποτελεί τη συνέχεια μιας οξείας προστατίτιδας ή να εγκατασταθεί χωρίς να προηγηθεί οξεία λοίμωξη. Τα συμπτώματα είναι γενικότερα και όχι τόσο θορυβώδη όσο στην οξεία και περιλαμβάνουν συχνοουρία, αίσθημα βάρους ή «γαργαλητού» σε όρχεις ή/και περίνεο (δηλαδή την περιοχή ανάμεσα στους όρχεις και τον πρωκτό), δυσκολία, πόνο ή καύσος στην ούρηση, αίσθημα μη ολοκληρωμένης ούρησης, υπερηβικό άλγος, σεξουαλικές διαταραχές (μείωση επιθυμίας, στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση).
3) Χρόνια μη μικροβιακή προστατίτιδα-χρόνιο πυελικό άλγος, όπου υπάρχουν τα ίδια συμπτώματα με τη χρόνια μικροβιακή, αλλά χωρίς να απομονώνεται κάποιος αιτιολογικός παράγοντας.
4) Ασυμπτωματική μικροβιακή προστατίτιδα, η οποία διαδράμει χωρίς συμπτώματα και ανακαλύπτεται τυχαία σε μικροβιολογικό ή απεικονιστικό έλεγχο.
Η διάγνωση γίνεται με καλλιέργεια ούρων ή σπέρματος σε περίπτωση που ο μικροβιακός παράγοντας δεν απομονώνεται στα ούρα, ενώ στην τρίτη κατηγορία η διάγνωση ουσιαστικά μπαίνει με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα και αφού έχουν αποκλειστεί οι μικροβιακές φλεγμονές με αρνητικές καλλιέργειες.
Η θεραπεία της προστατίτιδας γίνεται με αντιβιοτικά, αντιπυρετικά και λήψη υγρών ενώ δεν αποκλείεται και ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς να απαιτηθεί και νοσηλεία στο νοσοκομείο. Η χρόνια βακτηριακή απαιτεί θεραπεία με αντιβιοτικά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (3 έως 6 εβδομάδες) και ενδελεχή έλεγχο για τον αποκλεισμό του αιτίου που μπορεί να τη συντηρεί (πχ λίθος ουροποιητικού). Η δυσκολότερη περίπτωση αποτελεί η τρίτη κατηγορία (χρόνια μη μικροβιακή-χρόνιο πυελικό άλγος) η οποία απαιτεί εξατομίκευση του κάθε ασθενούς, εφόσον δεν είναι γνωστός ο αιτιολογικός παράγοντας, ενώ η μακροχρόνια ταλαιπωρία του, τον επιβαρύνει ψυχολογικά, προσθέτοντας άλλο ένα πρόβλημα στην όλη διαχείρηση. Έτσι ενώ χορηγούνται αντιβιοτικά, αντιφλεγμονώδη, φάρμακα για τον προστάτη (α-αποκλειστές), φυτικά σκευάσματα, δεν είναι σπάνιο να χρειαστούν αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά σε δύσκολες περιπτώσεις. Ο ασθενής πρέπει να κατηγοριοποιήσει συνήθειες ή τροφές που φαίνεται ότι πυροδοτούν τα συμπτώματα, ενώ σε περιπτώσεις απαιτείται συμβουλή ψυχολόγου ή ψυχιάτρου.