Καλοήθης υπερπλασία προστάτη (ΚΥΠ)

Αποτελεί πολύ συχνή πάθηση των ανδρών μετά τα 50, αν και οι αλλαγές έχουν αρχίσει περίπου από τα 40 έτη. Προιούσης της ηλικίας το ποσοστό των ανδρών που πάσχουν από ΚΥΠ αυξάνεται από 70% στην ηλικία 50-60, στο 90% περίπου στην ηλικία των 90. Η διόγκωση του προστάτη (λόγω της μεγάλης συχνότητάς της) θεωρείται από πολλούς σαν μια φυσική εξέλιξη του αδένα και είναι αποτέλεσμα επίδρασης της τεστοστερόνης, της αντρικής δηλαδή ορμόνης. Γι’αυτό και άνδρες με υπογοναδισμό (έλλειψη της) δε θα παρουσιάσουν τη νόσο.

 

Τι είναι ο προστάτης;

 

Ο προστάτης είναι ένας αδένας του ουροποιογεννητικού συστήματος του ανδρός, που έχει  σχήμα και μέγεθος κάστανου και βρίσκεται στο αρχικό τμήμα της ουρήθρας, του σωλήνα δηλαδή μέσω του οποίου αποβάλλονται τα ούρα από την ουροδόχο κύστη, με τέτοιον τρόπο ώστε να την περιβάλλει. Ο κυριότερος ρόλος του είναι να «προστατεύει» τα σπερματοζωάρια που παράγονται στους όρχεις, μέσω του γαλακτώδους υγρού που εκκρίνει και με το οποίο αναμιγνύονται. Οι κυριότερες παθήσεις του προστάτη είναι τρεις: 1) η καλοήθης υπερπλασία (ή κοινώς προστάτης), 2) οι φλεγμονές (προστατίτιδες) και 3) ο καρκίνος του προστάτη.

 

Ποια τα συμπτώματα της ΚΥΠ;

 

Τα συμπτώματα της ΚΥΠ είναι ποικίλα και συναντώνται σε άλλο βαθμό στους ασθενείς, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό. Χωρίζονται σε αυτά που έχουν να κάνουν με την αποθήκευση των ούρων στην κύστη (συμπτώματα αποθήκευσης) και αυτά που αφορούν τη διαδικασία αποβολής (συμπτώματα κένωσης). Τα πρώτα περιλαμβάνουν τη συχνοουρία (τακτικές επισκέψεις στην τουαλέτα για μικρές ποσότητες), νυκτουρία (εγέρσεις από το νυκτερινό ύπνο για ούρηση), επιτακτικότητα  (αδυναμία αναβολής της ούρησης), ακράτεια, ενώ στα συμπτώματα κένωσης περιλαμβάνονται η δυσκολία στην έναρξη, η διακοπτόμενη ούρηση, η απώλεια σταγόνων στο τέλος της ούρησης, αίσθημα ατελούς κένωσης, μείωση ακτίνας ροής ή και πλήρης αδυναμία ούρησης (επίσχεση ούρων).

 

Τι συμβαίνει στην ΚΥΠ;

 

Ο προστάτης που όπως αναφέρθηκε παραπάνω περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας, διογκώνεται και αφενός αποφράσσει την ουρήθρα, αφετέρου πιέζει την ουροδόχο κύστη. Έτσι η ουροδόχος κύστη από τη μια προσπαθεί να ωθήσει τα ούρα και να υπερνικήσει το κώλυμα του προστάτη, αλλά απ’την άλλη, ‘’ενοχλείται’’ και από την πίεση που δέχεται από τον ευμεγέθη προστάτη, κάτι που συμβάλλει σημαντικά στα συμπτώματα αποθήκευσης που προαναφέρθηκαν. Η αυξημένη πίεση που ασκεί η κύστη για να ωθήσει τα ούρα, οδηγεί στην υπερτροφία του τοιχώματος της. Κάποια στιγμή επέρχεται σιγά σιγά η ίνωση του τοιχώματος (δηλαδή η υπερτροφία σταματά και το τοίχωμα μετατρέπεται από μαλακό και ευένδοτο σε σκληρό και άκαμπτο, με συνέπεια να μη μπορούν να αποβληθούν όλα τα ούρα και να παραμένει άλλοτε άλλη ποσότητα μέσα σ’αυτή μετά την ούρηση. Το υπόλοιπο αυτό όλο και αυξάνεται με συνέπεια αφ’ενός να αποτελεί εστία ανάπτυξης μικροβίων, αλλά και προδιαθεσικό παράγοντα για λίθους στην κύστη. Σε πολύ προχωρημένες καταστάσεις με μεγάλους υπολλειπόμενους όγκους ούρων, τα νέα ούρα που παράγονται δε μπορούν να κατέβουν από τους νεφρούς και έτσι συσσωρεύονται σ’αυτούς, προκαλώντας τη λεγόμενη υδρονέφρωση, η οποία αποτελεί παράγοντα νεφρικής ανεπάρκειας.

Εκτός από τις οργανικές αλλαγές-βλάβες που περιγράφηκαν, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα του ασθενούς. Η συχνή και δύσκολη ούρηση έχει επιπτώσεις τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην κοινωνική ζωή του ασθενούς, όπου ο ασθενής περιορίζεται λόγω της εξάρτησης του από την τουαλέτα. Ο ύπνος φυσικά διαταρράσεται με αποτέλεσμα ελλιπή ανάπαυση. Τέλος πολλές φορές παρουσιάζεται στυτική δυσλειτουργία.

 

Πως γίνεται η διάγνωση της ΚΥΠ;

 

Ο έλεγχος της ΚΥΠ περιλαμβάνει την κλινική εξέταση (ιστορικό, απάντηση ειδικών ερωτηματολογίων και μερικές φορές δακτυλική εξέταση), το υπερηχογράφημα νεφρών-κύστεως-προστάτου, την ουροροομετρία και τέλος εργαστηριακό έλεγχο με εξετάσεις αίματος (PSA) και ούρων. Πιο σπάνια μπορεί να απαιτηθεί πλήρης ουροδυναμικός έλεγχος ή/και κυστεοσκόπηση, με σκοπό να σχεδιασθεί σωστότερη θεραπευτική προσέγγιση.

 

Ποια η θεραπεία της ΚΥΠ;

 

Ανάλογα με το βαθμό των συμπτωμάτων υπάρχουν τρεις θεραπευτικές επιλογές:

1) Ενεργός παρακολούθηση, η οποία συστήνεται σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα που δε χρειάζεται ή δε θέλουν να ξεκινήσουν θεραπεία. Περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις  στον ουρολόγο και αλλαγές σε κάποιες καθημερινές συνήθειες.

2) Φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν 3 κατηγορίες φαρμάκων που δίδονται ως θεραπεία στην ΚΥΠ, μόνα τους ή σε συνδυασμό. Η πρώτη (α-αποκλειστές) είναι αυτά που βοηθούν τη διαδικασία της ούρησης μπλοκάρωντας  νευρικούς υποδοχείς με συνέπεια τη χαλάρωση των μυικών ινών του προστάτη οι οποίες συστώμενες εμποδίζουν την ούρηση. Έχουν αρκετά γρήγορη δράση, με προοδευτική βελτίωση για πολλούς μήνες μέχρι το τελικό αποτέλεσμα και κύριες παρενέργειες την πτώση της αρτηριακής πίεσης και την μείωση ή την αποτυχία της εκσπερμάτισης. Η δεύτερη (αναστολείς 5α-ρεδουκτάσης), μειώνει το μέγεθος του προστάτη, αναστέλλοντας την παραγωγή διυδροτεστοστερόνης (από τεστοστερόνη), ορμόνη με τη βοήθεια της οποίας μεγαλώνει ο προστάτης. Συνήθως δίνεται μόνο του ή σε συνδυασμό με φάρμακο της πρώτης κατηγορίας σε προστάτες άνω των 40gr και τα πρώτα αποτελέσματα μπορεί να φανούν μετά τους 6 μήνες. Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες η μείωση της ερωτικής επιθυμίας και κάποιες φορές στυτική δυσλειτουργία. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η πλασματική μείωση ως και 50% στις τιμές του PSA που προκαλείται μετά από 6-9 μήνες από τη χορήγηση του φαρμάκου. Η τρίτη θεραπεία ουσιαστικά στοχεύει όχι στον προστάτη, αλλά στην ουροδόχο κύστη,  η οποία επηρεάζεται από την υπερπλασία του προστάτη και παρουσιάζει υπερδραστηριότητα, δηλαδή ακούσιες συσπάσεις σε ποσότητες ούρων μικρότερες των αναμενόμενων. Τα φάρμακα αυτά ονομάζονται αντιχολινεργικά και δίδονται μόνα ή σε συνδυασμό με τα άλλα φάρμακα που προαναφέρθηκαν. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν και τα φυτικά σκευάσματα με βάση το Serenoa Repens, τα οποία βοηθούν πολλούς ασθενείς (με ήπια συμπτώματα) και αποτελούν εναλλακτική οδό μεταξύ της ενεργού παρακολούθησης και της φαρμακευτικής θεραπείας.

3) η χειρουργική επέμβαση, η οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία γίνεται σήμερα διουρηθρικά, χωρίς δηλαδή τομή με νυστέρι, αλλά με ειδικό εργαλείο, διαμέσου της ουρήθρας. Το εργαλείο αυτό (ρεζεκτοσκόπιο) φέρει στην άκρη αγκύλη και μέσω ηλεκτρικού ρεύματος, κόβονται τεμαχίδια προστάτη και καυτηριάζονται τα αγγεία που αιμορραγούν. Εναλλακτικά του ηλεκτρικού ρεύματος χρησιμοποιούνται συσκευές lazer οι οποίες τα τελευταία χρόνια κερδίζουν έδαφος. Κατά τη διουρηθρική  προστατεκτομή χρειάζεται νοσηλεία 1-2 ημέρες και παραμονή του καθετήρα για άλλες 4-5 ημέρες στο σπίτι μετά την επέμβαση.